ἐγχωρούντως
From LSJ
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχωρούντως: ἐπίρρ. ἐκ τῆς μετοχ. τοῦ ἐγχωρέω, Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1014, ἔκδ. Μί.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. pres. de ἐγχωρέω en la medida de lo posible τὸ παντελὲς καὶ πρὸς τὸν υἱὸν ἀπαράλλακτον τῆς φύσεως αὐτοῦ τῇ πίστει ἐ. θεωρήσας Didym.Trin.M.39.700D.