ἐθελητός

Revision as of 12:27, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_13)

German (Pape)

[Seite 718] freiwillig, Soph. O. C. 527, frühere Conj. Hermanns für αὐθαίρετος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελητός: -ή, -όν, θεληματικός, ἑκούσιος, εἰκασία τοῦ Ἑρμάννου ἐν Σοφ. Ο. Κ. 523, ἀντὶ τοῦ αὐθαίρετον, ὡς παραβιάζοντος τὸ μέτρον, ἀλλ’ ἡ γραφὴ αὕτη δὲν ἐγένετο δεκτή, ἴδε σημ. Jebb.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
volontaire.
Étymologie: ἐθέλω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
deseado, voluntario κόπος Eust.691.9, cf. Phot.α 1799.