θεληματικός

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεληματικός Medium diacritics: θεληματικός Low diacritics: θεληματικός Capitals: ΘΕΛΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thelēmatikós Transliteration B: thelēmatikos Transliteration C: thelimatikos Beta Code: qelhmatiko/s

English (LSJ)

θεληματική, θεληματικόν, optional, voluntary, superfluous. Adv. θεληματικῶς Eust.920.19.

German (Pape)

[Seite 1192] willig, freiwillig, Sp. – Adv., Eust. 920, 19.

Greek (Liddell-Scott)

θεληματικός: -ή, -όν, ἑκούσιος, μεταγεν. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστάθ. 920, 19.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ θεληματικός, -ή, -όν) θέλημα
αυτός που γίνεται με τη θέληση κάποιου, εκούσιος, εθελοντικός
νεοελλ.
σκόπιμος («όποιος κάνει αυτό με απόφαση θεληματική», Σολωμ.).
επίρρ...
θεληματικώς και -ά (Μ θεληματικῶς και -ά)
με τη θέληση μου (σου, του), εκούσια, αυτοπροαίρετα
νεοελλ.
σκόπιμα, επίτηδες.