εἰσακτικός
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 introductorio ἡ πρώτη καὶ στοιχειώδης καὶ εἰ. διδασκαλία Eus.Is.2.54.12 (p.342).
2 básico, principal ἡ θέλησις τοῦ θεοῦ εἰσακτική Didym.in Ps.cat.1061.