ἐνθρονιαστικός

Revision as of 12:30, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_15)

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθρονιαστικός: -ή, -όν, = ἐνθρονιστικός, Δαμασκ. ΙΙ. 76Β. C. 2) οὐσ. ἐνθρονιαστικόν, τό, τὸ ὑπὸ τοῦ ἐνθρονιζομένου ἐπισκόπου καταβαλλόμενον χρηματικὸν ποσὸν διὰ τὸν ἐνθρονισμόν, Ἰουστ. Νεαρ. 123. 3.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
inaugural, relativo a la consagración ἐκ τῶν ἐνθρονιαστικῶν αὐτοῦ (Σευήρου) λόγων Seu.Ant.Fr. en Io.D.M.95.76B
neutr. plu. subst. pago, estipendio por la ordenación realizado por los obispos al ser consagrados διδόναι ὑπὲρ ἐνθρονιαστικῶν μὲν νομίσματα ρʹ Iust.Nou.123.3.