ἐνναυπηγέω

From LSJ
Revision as of 12:30, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_15)

εὐσεβῆ διάγω τρόπον περί τινα → conduct oneself piously

Source

German (Pape)

[Seite 846] darin Schiffe bauen, v. l. bei Thuc. 1, 13, für ναυπηγέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνναυπηγέω: ναυπηγῶ πλοῖον ἔν τινι τόπῳ, καὶ τριήρεις πρῶτον ἐν Κορίνθῳ τῆς Ἑλλάδος ἐνναυπηγηθῆναι Θουκ. 1 13· ὁ Βεκκῆρος ἐξ ἄλλων ἀντιγράφων ἐξέδωκε: ναυπηγηθῆναι. Ἴδε σημ. S. T. Bloomfleld.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
construire des vaisseaux dans.
Étymologie: ἐν, ναυπηγέω.

Spanish (DGE)

construir naves en en v. pas. ἐν Κορίνθῳ Th.1.13 (v.l.).