curtidor
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Spanish > Greek
δερματομαλάκτης, βυρσεύς, ἁπαλυντής, βυρσοποιός, βυρσοδέψης, ἀνιγροδέτης, βυρσορέκτης, δερματοβάφος, γρίντης, γουνάριος, δερματουργός
δερματομαλάκτης, βυρσεύς, ἁπαλυντής, βυρσοποιός, βυρσοδέψης, ἀνιγροδέτης, βυρσορέκτης, δερματοβάφος, γρίντης, γουνάριος, δερματουργός