προφητεύω
English (LSJ)
Dor. προφᾱτ- Pi.Fr.150 and Inscrr.(v. infr.):—in impf. and aor. 1 the augm. is sts. placed after the prep., προ-εφήτευον, -εφήτευσα, as LXX 3 Ki.22.12 (v.l.), Act.Ap.19.6 (v.l.), LXX Si.46.20 (but ἐπροφήτευσαν ib.Nu.11.25, al.):—
A to be a προφήτης or interpreter of the gods, μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ' ἐγώ Pi. l.c.; τίς προφητεύει θεοῦ; who is his interpreter? E.Ion 413; οἱ προφητεύοντες τοῦ ἱροῦ Hdt.7.111; ἡψυχὴ τὰ θεῖα καταλαβομένη τοῖς τε ἀνθρώποις προφητεύουσα Arist.Mu.391a16; οὗ [μαντείου] προειστήκει προφητεύων Luc.VH2.33, cf. Plu.2.412b; οὐκ ἔστιν ὅστις σοι προφητεύσει τάδε will be thy intermediary in asking this, E.Ion 369; ἡ μανία . . προφητεύσασα with oracular power, Pl.Phdr.244d:—Pass., τὰ προφητευθέντα Sch.Od. 12.9. II expound, interpret, preach, under the influence of the Holy Spirit, Ev.Luc.1.67, Ev.Jo.11.51, Act.Ap.2.17, 19.6, 1 Ep.Cor. 11.4, 13.9, al.: also δημιουργῶν χεῖρες π. τὰ ποιήματα Callistr.Stat. 2. III hold office of προφήτης, Θεοδώρου προφᾱτεύοντος IG7.4155 (Ptoön), cf. 12(1).833.6 (Lindus), PGnom.211 (ii A.D.). IV to be a quack doctor, Gal.15.172.