πυνθάνομαι
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
English (LSJ)
Od.2.315, etc.; poet. also πεύθομαι (q.v.): Ep. impf.
A πυνθανόμην 13.256: fut. πεύσομαι Il.18.19, etc., Dor. πευσοῦμαι Theoc.3.51 (so cod. Med. in A.Pr.988): aor. ἐπῠθόμην Il.5. 702, etc., Ep. and Lyr. πυθόμην Od.4.732, B.15.26; imper. πυθοῦ, Ion. πυθεῦ Hdt.3.68; Ep. opt. πεπύθοιτο Il.6.50, al. (subj. πεπύθωνται is f.l. for γε πύθωνται, 7.195); 3pl. πυθοίατο S.OC921: pf. πέπυσμαι Od.11.505, etc.; 2sg. πέπῠσαι Pl.Prt.310b, Ep. πέπυσσαι Od.11.494; inf. πεπύσθαι Th.7.67, etc.; part. πεπυσμένος Pl.Smp.179e: plpf. ἐπεπύσμην Ar.Pax615, Av.470; 3sg. ἐπέπυστο Il.13.674, Ep. πέπυστο ib.521; 3dual πεπύσθην 17.377:—learn, whether by hearsay or by inquiry (ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι Hdt.7.195): constr. 1 π. τί τινος learn something from a person, Il.17.408, Od.10.537, A.Ag.599, Ar.Ra.1417, etc.; also π. τι ἀπό τινος A.Ch. 737; ἐξ ἄλλων S.OC1266; ἐκ τοῦ παρατυχόντος Th.1.22; freq. παρά τινος, Hdt.2.91, etc.; παρ' ἄλλων (v.l. ἄλλων) X.Cyr.4.1.3. 2 c. acc. rei only, hear or learn a thing, Od.2.411, A.Ch.765, Antipho 5.25, etc.: abs., αἰσχρὸν τόδε γ' ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι Il.2.119, cf. Pi.P.7.7, etc.; ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι Hdt.1.22, etc. 3 c. gen. objecti, hear or inquire concerning, πυθέσθαι πατρός, ἀγγελιάων, μάχης, Od.1.281, 2.256, Il.15.224, cf. S.El.35, Pl.Lg.635b. 4 π. τινά τινος inquire about one person of or from another, τὸν ἄνδρα τῶν ὁδοιπόρων Ar.Ach.204; so π. περί τινος Hdt.2.75; πᾶσαν πυθέσθαι τῶνδ' ἀλήθειαν πέρι S.Tr.91: c. acc. pers. only, inquire about a person, Ar.Th.619. 5 c. part., πυθόμην ὁδὸν ὁρμαίνοντα that he was starting, Od.4.732, cf. Hdt.9.58, S.Aj.692; π. τὸ Πλημμύριον ἑαλωκός Th.7.31, cf. X.An.1.7.16, etc.; οὔ πω . . πεπύσθην Πατρόκλοιο θανόντος they had not yet heard of his being dead, Il.17.377, cf. 427, 19.322, A.Ch.763; ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης Th.4.6: with acc. rei added, εἰ σφῶϊν τάδε πάντα πυθοίατο μαρναμένοιιν Il.1.257. 6 c. acc. et inf., hear or learn that . ., Hdt.1.62, 5.15, S. Tr.103 (lyr.), Th.7.25, etc. 7 folld. by an interrog. clause, ὡς πυθώμεθα ὅπου ποτ' ἐσμέν S.OC11; αὐτοῦ π. τί ποτε νοεῖ inquire or learn from him what... Pl.La.196c, cf. X.An.6.3.25, Plb.3.107.6; π., ὅτεῳ . . συνοικέει Hdt.3.68; π. εἰ . .inquire whether... S.OC993, IG42(1).121.18 (Epid., iv B.C.); τοῦ ξένου ἡδέως ἂν π., τί ταῦθ' ἡγοῦντο Pl.Sph.216d; π. τινῶν, ὅτι . . X.An.4.6.17; π., ὅπως ἂν κάλλιστα πορευθείη ib.3.1.7, cf. Cyr.1.4.7. II Act., aor. 1 part. fem. πεύσασα having learned, PMasp.5.7 (vi A.D.). 2 v. πεύθω.