atónito
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Spanish > Greek
ἔκπληκτος, ἐμπάτακτος, ἔκθαμβος, ἐμβρόντητος, ἐνεός, ἀπόπληκτος, αὖος
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
ἔκπληκτος, ἐμπάτακτος, ἔκθαμβος, ἐμβρόντητος, ἐνεός, ἀπόπληκτος, αὖος