ῥίμφα
From LSJ
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
English (LSJ)
Adv.
A lightly, swiftly, ῥίμφα ἑ γοῦνα φέρει Il.6.511, cf. Hes. Sc.342; τοὶ δὲ πέτοντο ῥ. μάλ' Il.13.30; ῥ. μάλα τρωχῶσι 22.163; δεῖπνον ἕλοντο . . ῥ. 8.54; ῥ. τοξεύειν ὕμνους Pi.I.2.3; βέβακεν ῥ. A.Ag. 407 (lyr.), cf. A.R.1.387, 1194.