ῥοδοδάκτυλος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ον, Aeol. βροδοδάκτυλος (q.v.),
A rosy-fingered, as epith. of Ἠώς in Hom. and Hes., Od.2.1, Hes.Op.610, etc.; Ἰνάχου ῥοδοδάκτυλος κόρα B.18.18; Κύπρις Coluth.99.