ῥυΐσκομαι
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
English (LSJ)
(ῥέω)
A have diarrhoea, Hld.2.19:—prob. flow (metaph.) in Archil.142. 2 suffer from falling hair, Orib.Eup.4.6. II Math., ἡ αὐτὴ στιγμὴ ῥυϊσκομένη ποιεῖ τὸ μέγεθος ἀλλ' οὐ παρατιθεμένη πρὸς ἄλλην στιγμήν flowing, Simp.in Ph.722.30; cf. ῥέω 1.5b, ῥύσις 111.