desapacible
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Spanish > Greek
δύσπνευστος, ἀτερπής, δυσάητος, δυσαής, δύσπνοος, δυσχειμέριος, δυσχείμερος, δύσωρος, δυσπέμφελος
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
δύσπνευστος, ἀτερπής, δυσάητος, δυσαής, δύσπνοος, δυσχειμέριος, δυσχείμερος, δύσωρος, δυσπέμφελος