σειριάω
From LSJ
English (LSJ)
(not σιρ-), (σείριος)
A to be hot and scorching, of the Dog Star, Arat.331. II suffer from σειρίασις, Dsc.4.70, Eup.1.9, Alex. Aphr.Pr.1.98; = φλεγμαίνει, καροῦται, Ael.Dion.Fr.430; σ. τοὺς πόδας, of horses (v. σειρά VI), Hippiatr.52.