gigantesco
From LSJ
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
Spanish > Greek
ἑνδεκάκλινος, Γιγάντειος, Γιγαντώδης, γιγαντιαῖος, ἀνδρογίγας, γιγαντικός, γηγενής
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
ἑνδεκάκλινος, Γιγάντειος, Γιγαντώδης, γιγαντιαῖος, ἀνδρογίγας, γιγαντικός, γηγενής