γιγαντικός

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γιγαντικός Medium diacritics: γιγαντικός Low diacritics: γιγαντικός Capitals: ΓΙΓΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: gigantikós Transliteration B: gigantikos Transliteration C: gigantikos Beta Code: gigantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for the Giants, τὰ γιγαντικά Plu. 2.360f; monstrous, θρασύτης Simp. in Ph. 1145.4, cf. Procl. in Prm. p. 659 S.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): frec. Γιγ-
1 gigantesco, monstruoso θρασύτης Simp.in Ph.1145.4, γ. πόλεμος ἐν ταῖς ψυχαῖς Procl.in Prm.692, κορύνη Ps.Caes.218.134.
2 de o sobre los Gigantes διηγήματα Eus.PE 5.4.8
subst. τὰ Γιγαντικά hazañas de los Gigantes, Gigantomaquias τὰ ... Γ. καὶ Τιτανικά Plu.2.360e.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de géant.
Étymologie: Γίγας.

German (Pape)

Γιγάντειος, Jos. und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

γῐγαντικός: Plut. = γιγάντειος.

Greek (Liddell-Scott)

γιγαντικός: -ή, -όν, = γιγάντειος, Πλούτ. Ἠθ. 360Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α γιγαντικός, -ή, -όν)
αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε γίγαντες
αρχ.
τερατώδης, απάνθρωπος(«γιγαντική θρασύτης»).