σιμβλήϊος
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
η, ον,
A of or from the hive, σ. ἔργα μελισσέων honey, A.R.3.1036:— pecul. fem. σιμβληΐς, ΐδος, πέτρη σ. a hole in a rock used by bees as a hive, Id.1.880; also σιμβληΐδες μέλισσαι AP9.226 (Zon):—written σιμβλίδες in Hsch. (s.v.l.).