rapaz
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Spanish > Greek
ἅρπαγος, ἀρπακτής, ἀφάρπαξ, ἁρπαστικός, ἀρπαλέος, ἁρπακτήριος, ἅρπαξ, ἁρπακτικός, ἁρπακτήρ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
ἅρπαγος, ἀρπακτής, ἀφάρπαξ, ἁρπαστικός, ἀρπαλέος, ἁρπακτήριος, ἅρπαξ, ἁρπακτικός, ἁρπακτήρ