ἀρπαλέος

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Spanish (DGE)

(ἀρπᾰλέος) -α, -ον
I 1rapaz, codicioso γένος Agath.4.13.7, fig. ἁρπαλέη νοῦσος σε κατέφθισεν IPE 2.167.2 (Panticapeo III/II a.C.).
2 atractivo, seductor κέρδεα Od.8.164, ἔρως Thgn.1353, ἥβης ἄνθεα γίγνεται ἁρπαλέα Mimn.1.4
deseado, ansiado δόσις Pi.P.8.65, cf. 10.62, φορβή Opp.H.3.234, cf. 2.388, Nonn.Par.Eu.Io.6.26
ἁρπαλέον γὰρ ὄπισθε ... ἐστι δαΐζειν ἀνδρὸς φεύγοντος Tyrt.7.17.
II adv. ἀρπαλέως = con avidez ἡ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε ... ἁρπαλέως Od.6.250, cf. 14.110, Telegon.1, A.R.2.306
con vehemencia ἁ. ἀραμένη Ar.Lys.331, ἐπεχήρατο ... ἁ. A.R.4.56
con placer, con agrado ἡμέτερον κῶμον δέξεται ἁ. Thgn.1046, εὕδονθ' ἁ. Mimn.10.8.

Translations

attractive

Arabic: جَذَّاب‎; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: aantrekkelijk, attractief; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: attrayant, attractif, sympathique; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: attraktiv; Greek: ελκυστικός, γοητευτικός, θελκτικός, τραβηχτικός; Ancient Greek: ἀγωγός, ἀρπαλέος, ἁρπαλέος, δημοτερπής, εἰδάλιμος, ἑλκτικός, ἑλκυστικός, ἐνδίολκος, ἐπαγωγικός, ἐπαγωγός, ἐπακτικός, ἐπαφρόδιτος, ἐπισπαστικός, εὐειδής, εὐήδονος, εὐήρατος, εὔμορφος, εὔοπτος, εὐπρεπής, εὐφραντικός, ἐφελκτικός, ἐφελκυστικός, ἐφολκός, ἰδανός, καταγωγός, κωτίλος, προσαγωγός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: attraente, procace, stuzzicante, allettante; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: atraente; Romanian: atractiv; Russian: привлекательный, симпатичный; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: atractivo; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний

rapacious

Bulgarian: алчен, ненаситен; Finnish: ahne, saaliinhimoinen; French: rapace; German: habgierig, räuberisch, unersättlich; Greek: άπληστος; Ancient Greek: ἁρπακτικός, ἀρπαλέος, ἅρπαξ, ἁρπαστικός; Latin: rapax; Maori: whakakakao; Polish: pazerny; Portuguese: voraz; Russian: жадный, алчный; Serbo-Croatian: gramziv, pohlepan, lakom; Spanish: codicioso; Swedish: rovgirig