ridículo
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
Spanish > Greek
γέλοιος, ἀστεῖος, διασυρμός, αἰσχύνη, διασυρτικός, γελωτός, γελαστός, γελοιώδης, ἐγκαταγέλαστος, γέλως