viscoso
From LSJ
Spanish > Greek
ἀφρώδης, γλοιός, βλεννώδης, ἐνήλατος, γλινώδης, βλιχανώδης, ἐκλειγματώδης, γλοιώδης, γλισχρώδης, ἔγγλισχρος, γλίσχρος
ἀφρώδης, γλοιός, βλεννώδης, ἐνήλατος, γλινώδης, βλιχανώδης, ἐκλειγματώδης, γλοιώδης, γλισχρώδης, ἔγγλισχρος, γλίσχρος