στολιδωτός
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
ή, όν, (
A στολίς 11) σ. χιτών a long tunic hanging in many folds, X.Cyr.6.4.2, cf. Poll.7.54.