στραγγαλάω
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
A = στραγγαλίζω, Men.1069:—Pass., LXX To.2.3, D.S.1.68 codd. στραγγᾰλ-η, ἡ, halter, S.E.P.3.15; ἐπὶ τὴν σ. πορεύεσθαι death by strangling, Plu.Agis 20; -ῃ διαφθείρειν J.AJ9.4.6: pl., ib. 6.8.2. 2 ligature, Dem.Ophth. ap. Aët.7.50.