κρύφιμος
From LSJ
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
English (LSJ)
ον,
A = κρύφιος, Man.1.159, al., PMag.Par.1.1353, PMag.Lond.122.15, Cat.Cod.Astr.8(4).185: Comp., Dam.Pr. 275.
Greek (Liddell-Scott)
κρύφιμος: -ον, = κρύφιος, παρὰ Μανέθωνι 1. 159 (ἐφθαρμένον χωρίον) ― κρυφιμαῖος, α, ον, Μακαρ. Ὁμιλ. σ. 161. 6· ― Ἐπίρρ. -αίως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 730.