τριπρόσωπος
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
English (LSJ)
ον,
A three-faced, Chariclid.1, Cleom.2.5.
Greek (Liddell-Scott)
τριπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων τρία πρόσωπα, τρεῖς μορφάς, ἴδε τρίμορφος. ΙΙ. ὁ ἐκ τριῶν προσώπων ἀποτελούμενος, Εὐσέβ. VI, 1016, Καισάρ. 860, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 477, Ψευδιουστῖν. 1264C, Ψευδαθανάσ. 4, 767C, Ἀναστ. Σιν. 133D.