ἐθελοθρησκεία
English (LSJ)
ἡ,
A will-worship, self-chosen service, Ep.Col.2.23.
German (Pape)
[Seite 718] ἡ, selbstgewählter Gottesdienst, N. T; – ἐθελοθρησκέω erkl. Suid. ἰδίῳ θελήματι σέβειν τὸ δοκοῦν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοθρησκεία: ἡ, αὐθαίρετος, κατ’ ἰδίαν ἐκλογὴν λατρεία, Ἐπιστ. πρὸς Κολ. β΄, 23, (ἐθελοθρησκία, κείμενον Tischendorf.)
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
religion qu’on se crée à soi-même, superstition.
Étymologie: ἐθέλω, θρησκεία.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ία Ep.Col.2.23
observancia religiosa fingida, religión afectada o falsa ἐ. καὶ ταπεινοφροσύνη καὶ ἀφειδία σώματος piedad simulada, humildad y rigor con el cuerpo, Ep.Col.l.c., Ἰουδαϊκή Eus.HE 6.12.1, DE 1.2 (p.9.2), de la herejía, Gr.Nyss.Eun.1.649, ἐ. ... τῶν εἰδωλολατρούντων Cyr.Al.M.76.568B.
English (Strong)
from θέλω and θρησκεία; voluntary (arbitrary and unwarranted) piety, i.e. sanctimony: will worship.