χρηματαγορά
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. (οικον.) σύνολο ιδρυμάτων, κανόνων και πρακτικής που στοχεύουν στη διευκόλυνση της βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης
2. το χρηματιστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, -ατος + αγορά. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].