χρονολόγος
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
German (Pape)
[Seite 1378] die Zeit berechnend, der Zeitrechnung kundig, sie übend, ὁ χρονολόγος, der Chronolog, Sp.
Greek Monolingual
ο, η, Ν
ειδικός που ασχολείται συστηματικά με τη χρονολόγηση ιστορικών γεγονότων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -λόγος].