χρυσίων
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, Α
εργαστήριο χρυσοχόου, χρυσοχοείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + επίθημα -ίων (πρβλ. ἀμπελ-ίων)].
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
-ονος, ὁ, Α
εργαστήριο χρυσοχόου, χρυσοχοείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + επίθημα -ίων (πρβλ. ἀμπελ-ίων)].