χρυσοχοείο

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek Monolingual

το / χρυσοχοεῖον, ΝΜΑ χρυσοχόος
το εργαστήριο του χρυσοχόου
νεοελλ.
κατάστημα στο οποίο πωλούνται κοσμήματα και άλλα αντικείμενα από χρυσό ή από άλλα πολύτιμα μέταλλα.