χρυσοχοείο

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

το / χρυσοχοεῖον, ΝΜΑ χρυσοχόος
το εργαστήριο του χρυσοχόου
νεοελλ.
κατάστημα στο οποίο πωλούνται κοσμήματα και άλλα αντικείμενα από χρυσό ή από άλλα πολύτιμα μέταλλα.