συντρίβω
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
[ῑ]
A rub together, σ. τὰ πυρεῖα rub dry sticks together to procure a light, Luc.VH1.32; grind, φάρμακα (for paints) Plu.2.436b (Pass.); κολλύριον IG14.966 (Rome). II shatter, shiver to atoms, τοὺς χόας Cratin. 187; τὴν χύτραν Ar.Ach.284 (troch.), Pl.Hp.Ma.290e; τὰ σκευάρια Aeschin.1.59; σ. [τὰς ναῦς] stave them in, by running them aground, Th.4.11 (v. infr. 2b); τὰ δόρατα, τὴν ἀσπίδα, X.HG3.4.14, Men.78 (Pass.); τὰ ποτήρια Eub.62; τὰ ᾠά Arist.HA613b27; θύραν PTeb.47.13 (ii B.C.), BGU1855.9 (i B.C.):—Pass., συντρῐβέντων τῶν σκευῶν, of a ship, D.18.194; τὰ συντετριμμένα σκεύη IG42(1).121.81 (Epid., iv B.C.); στοὰ συντετρειμμένη ib. 12(9).906.9 (Chalcis, iii A.D.); [νῆες] συντετριμμέναι, opp. τελέως διεφθαρμέναι, D.S.13.16, 17. 2 of persons, beat to a jelly, E.Cyc.705, etc.; of parts of the body, crush, shiver, λίθῳ σ. τὸ μέτωπον, etc., Lys.3.8, etc.:—Pass., τὰ . . τοῦ σώματος μέρη συντετρῖφθαι Pl.R.611d; συντετριμμένοι σκέλη καὶ πλευράς X.An.4.7.4; τὴν κλεῖν συνετρίβην And.1.61; συντριβόμεθα τὰς κεφαλάς Lys.3.18. b c. gen. partis, συντρῖψαι τῆς κεφαλῆς Isoc.18.52:—Pass., ξυντριβῆναι τῆς κεφαλῆς to have one's head broken (cf. κατάγνυμι fin.), Ar.Pax71:—in Th.4.11, φυλασσόμενοι τῶν νεῶν μὴ ξυντρίψωσιν, some take the gen. as partit., v. supr. 11.1. 3 metaph., shatter, crush, τὴν ἐπίνοιαν Ar.V.1050 (anap.); τὴν ἐλπίδα Demad.12, cf. D.10.44 (Pass.); ὅταν πέσῃ... πλεῖστα συντρίβει καλά Men.531.15; ὁ τρόπος συντρίβει σε Id.Epit.561; σ. τοὺς διαβεβηκότας Plb.5.47.1; δέος σ. τὸν ἄνθρωπον Plu.2.165b:—Pass., PPetr.2p.8 (iii B.C.); κινδυνεύσει συντριβῆναι τὰ πράγματα Hell.Oxy.14.3; συντριβεὶς τῇ διανοίᾳ Plb.21.13.2; ταῖς ἐλπίσιν D.S.4.66; τὴν καρδίαν LXXPs. 146(147).3, Is.61.1; συνετρίβη ἡ καρδία ib.Je.23.9, cf. Ps.50(51).19.