ωφελιμότητα

From LSJ
Revision as of 06:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του ωφελίμου, χρησιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωφέλιμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].