Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψευδαίσθηση

From LSJ
Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389

Greek Monolingual

και τ. ψευδαισθησία, η, Ν
(ιατρ.-ψυχολ.) αντίληψη χωρίς αντικείμενο, δηλαδή χωρίς κατάλληλο αισθητηριακό ερέθισμα, με χαρακτήρα πραγματικότητας για το άτομο που τήν σχηματίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + αίσθηση + κατάλ. -ία. Η λ., στον λόγιο τ. ψευδαίσθησις, μαρτυρείται από το 1888 στον Σιμ. Αποστολίδη].