χυμοτόπιο

From LSJ
Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. το κενοτόπιο τών φυτικών κυττάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυμός + τόπος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. vacuole].