ψιλικατζής

Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. ψιλικατζού, Ν
1. πωλητής ψιλικών, ιδιοκτήτης ψιλικατζήδικου
2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να αποκομίζει μικρά ωφέλη, που έχει μικρές φιλοδοξίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλικά + κατάλ. -τζής (πρβλ. ταξι-τζής)].