χρωματιστής

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
τεχνίτης που βάφει τοίχους και κουφώματα, ελαιοχρωματιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].