χρωματογραφία

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η χρωματογράφηση
2. χημ. μέθοδος διαχωρισμού τών συστατικών ενός μίγματος με σκοπό την ποσοτική και ποιοτική τους ανάλυση (α. «χρωματογραφία προσρόφησης» β. «χρωματογραφία κατανομής» γ. «αέρια χρωματογραφία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromatography < χρώμα, -ατος + -γραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθαν. Σταγειρίτη].