ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
ἄθορος, -ον (Α)(για αρσενικά ζώα) αυτό που δεν έχει βατέψει θηλυκό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + θορεῖν, απαρ. β' αορ. του ρ. θρώσκω (= πηδώ].