αεροπορία
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
Greek Monolingual
η αεροπόρος
1. πορεία στον αέρα, τρόπος μετακινήσεως με ιπτάμενα σκάφη και ιδιαίτερα με αεροπλάνα
2. η τεχνική που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και την κατασκευή ιπτάμενων σκαφών
3. το σύνολο τών αεροπλάνων και τών σχετικών εγκαταστάσεων και υπηρεσιών, που συντελούν στην εναέρια εξυπηρέτηση τών ειρηνικών ή πολεμικών σκοπών μιας χώρας.