αεροπορία

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181

Greek Monolingual

η αεροπόρος
1. πορεία στον αέρα, τρόπος μετακινήσεως με ιπτάμενα σκάφη και ιδιαίτερα με αεροπλάνα
2. η τεχνική που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και την κατασκευή ιπτάμενων σκαφών
3. το σύνολο τών αεροπλάνων και τών σχετικών εγκαταστάσεων και υπηρεσιών, που συντελούν στην εναέρια εξυπηρέτηση τών ειρηνικών ή πολεμικών σκοπών μιας χώρας.