αεροπορία

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η αεροπόρος
1. πορεία στον αέρα, τρόπος μετακινήσεως με ιπτάμενα σκάφη και ιδιαίτερα με αεροπλάνα
2. η τεχνική που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και την κατασκευή ιπτάμενων σκαφών
3. το σύνολο τών αεροπλάνων και τών σχετικών εγκαταστάσεων και υπηρεσιών, που συντελούν στην εναέρια εξυπηρέτηση τών ειρηνικών ή πολεμικών σκοπών μιας χώρας.