ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self
αἱμόδιψος, -ον (Α)ο αιμοδιψής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + δίψα.ΠΑΡ. νεοελλ. αιμοδιψία].