Αιγυπτιώτης

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ώτισσα) Αίγυπτος
αυτός που κατοικεί μόνιμα στην Αίγυπτο, χωρίς να κατάγεται από αυτήν, ξένος γεννημένος στην Αίγυπτο
φρ. «οι Αιγυπτιώτες Έλληνες».