Αὐσονικός

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Spanish (DGE)

-ή, -όν
ausónico, de Ausonia St.Byz.s.u. Καλησία, Μαμαρκίνα, Πέδα.