Αὔσονες

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Wikipedia EN

"Ausones" (Ancient Greek: Αὔσονες; Italian: Ausoni), the original Greek form for the Latin "Aurunci", was a name applied by Greek writers to describe various Italic peoples inhabiting the southern and central regions of Italy. The term was used, specifically, to denote the particular tribe which Livy called the Aurunci, but later it was applied to all Italians, and Ausonia became a poetic term, in Greek and Latin, for Italy itself.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ
ét. ausones pueblo que habitaba en la Campania, tb. conocido como auruncos, que poét. pasó a designar a los pueblos itálicos gener., Hellanic.79a, b, Arist.Pol.1329b20, Lyc.922, 615, Scymn.228, Plb.34.11.6, 7, Str.5.3.6, 5.4.3, 6.1.5, IG 14.1374.7, Ael.VH 9.16, D.H.1.11, 22, 29, Eust.in D.P.78.

Wikipedia EL

Οι Αύσονες (Ausoni) ήταν αρχαίος λαός που κατοικούσε στη νότια Ιταλία.

Σύμφωνα με τη μυθολογία, βασιλιάς των Αύσονων ήταν ο Αύσονας γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης ή της Καλυψούς. Γιος του Αύσονα ήταν ο Λίπαρος επώνυμος της νήσου Λίπαρος.

Οι Αύσονες κατοικούσαν σε μια περιοχή που ονομαζόταν Αυσονία και καταλάμβανε τις σημερινές επαρχίες Λάτσιο, Καμπανία, Ρέτζιο Καλάμπρια και Σέλε, στις περιοχές αυτές εγκαταστάθηκαν αργότερα Έλληνες άποικοι. Η γλώσσα τους ήταν παρακλάδι της ινδοευρωπαϊκής, πιστεύεται ότι είχαν έρθει στην Ιταλία πριν τον 17ο αιώνα π.Χ. Γύρω στο 1271 π.Χ. Αύσονες εγκαταστάθηκαν και στη Σικελία. Κυριότερες πόλεις τους ήταν η Αύσονα, η Minturnae, η Vescia και η Sinuessa.

Στην επαρχία Καζέρτα έχει βρεθεί ή αρχαία Αύσονα. Στο πάρκο της Roccamonfina έχουν ανασκαφή πολυγωνικά τείχη που ανήκουν στον πολιτισμό των Αύσονων.

Οι Ρωμαίοι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Ρωμανίας) χρησιμοποιούσαν μέχρι το 12ο αιώνα τον όρο Αύσονες για να περιγράψουν τον εαυτό τους, στα πλαίσια του κλασικιστικού μοντέλου ιστοριογραφίας της εποχής που απέδιδε σε σύγχρονους λαούς αρχαία ονόματα (π.χ. οι Άραβες καλούνταν Ασσύριοι). Από τον Μιχαήλ Ψελλό και έπειτα αρχίζει να χρησιμοποιείται, σε αυτό το κλασικιστικό πλαίσιο, ο όρος Έλληνες (που μέχρι τότε σήμαινε τον ειδωλολάτρη) γα να περιγράψει τους ελληνόφωνους Ρωμαίους της Ρωμανίας.