Ausones
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Latin > English (Lewis & Short)
Ausŏnes: um, m., = Αὔσονες [prob. of the same root as Oscus or Opicus, Buttm. and Donald.].
I The Ausonians, a very ancient, perhaps Greek, name of the primitive inhabitants of Middle and Lower Italy; of the same import prob. with Aurunci (Aurunici, Auruni = Ausuni, Ausones), Opici, and Osei: cf. Paul. ex Fest. s. v. Ausoniam, p. 18 Müll.; Arist. ap. Polyb. 7, 10; Serv. ad Verg. A. 7, 727; Nieb. Rom. Gesch. 1, p. 71 sq.; Wachsmuth, Röm. Gesch. p. 65 sq.— Poet., the general name for the inhabitants of Italy, Stat. S. 4, 5, 37.—Hence,
II Derivv.
A Ausŏnĭa, ae, f., = Αὐσονία, the country of the Ausonians, Ausonia, Lower Italy, Ov. M. 14, 7; 15, 647; and poet. for Italy, Verg. A. 10, 54; Ov. F. 4, 290 et saep.—
B Ausŏnĭus, a, um, adj.
1 Ausonian: mare, on the southern coast of Italy, between the Iapygian Peninsula and the Sicilian Straits, Plin. 3, 10, 15, § 95; 14, 6, 8, § 69; cf. Mann. Ital. I. p. 13 sq. —
2 In the poets, Italian, Latin, Roman: terra, Verg. A. 4, 349: Thybris, id. ib. 5, 83: coloni, id. G. 2, 385: urbes, Hor. C. 4, 4, 56: montes, Ov. F. 1, 542: humus, Italy, id. ib. 5, 658: Pelorum, id. M. 5, 350 (quod in Italiam vergens, Mel. 2, 7, 15): imperium, Roman, id. P. 2, 2, 72: os, Ausonian lips, i. e. the Roman language, Mart. 9, 87: aula, the imperial court, id. 9, 92.—Subst.: Ausŏnĭi, ōrum, m., = Ausones, the Ausonians, or, poet., the inhabitants of Italy, Verg. A. 12, 834.—
C Ausŏnĭdae, ārum, m.
a The inhabitants of Ausonia, Verg. A. 10, 564.—
b Poet., the inhabitants of Italy, Verg. A. 12, 121; Luc. 9, 998.—
D Ausŏnis, ĭdis, adj. f., Ausonian; and poet., Italian: ora, Ov. F. 2, 94: aqua, Sil. 9, 187: matres, Claud. B. Get. 627 al.—
E Auson, ŏnis, m., the mythical progenitor of the Ausonians, son of Ulysses and Calypso, Paul. ex Fest. s. v. Ausoniam, p. 18 Müll.; Serv. ad Verg. A. 3, 171.—As adj.: Ausone voce, i. e. Roman, Latin, Avien. Arat. 102.
Latin > German (Georges)
Ausones, um, m. (Αὔσονες), die Ausonier, die Ureinwohner von Mittel- u. Unteritalien (im Gebirge, westl. von Benevent, Kales, in Kampanien bis an den Tiber, viell. auch in Apulien), gleichbedeutend mit Aurunci (Aurunici, Aurini = Ausuni, Ausones), Opici u. Osci, Liv. 9, 25 u.a. – Poet. für alle Einwohner Italiens, Italer, Stat. silv. 4, 5, 37. – Sing. adjekt., Ausōn, onis, ausonisch = römisch, lateinisch, Avien. Arat. 102. – Dav. abgel.: A) Ausona, ae, f., uralte Stadt der Ausonier, in der Nähe von Minturnä, Liv. 9, 25, 3. – B) Ausonia, ae, f. (Αυσονία), das Land der Ausonier, Ausonien, Unteritalien (s. Ausones), Ov.: u. poet. übh. für Italien, Verg. u. Ov. – C) Ausonidae, ûm, m., die Ausoniden, d.i. a) die Einwohner Ausoniens, Verg. – b) (poet.) die Einwohner Italiens übh., Verg. u.a. – D) Ausonis, idis, f., ausonisch, poet. übh. für italisch, römisch, ora, Ov.: vates, Fulgent. – E) Ausonius, a, um, a) ausonisch, mare, an der Südküste Italiens zwischen der japygischen Halbinsel bis zur sizilischen Meerenge, Plin. – b) (poet.) italisch, lateinisch, römisch, Thybris, Verg.: Pelorum, ein Vorgebirge Siziliens nach Italien zu, Ov.: os, römische Beredsamkeit, Mart.: dah. subst., Ausoniī, ōrum, m., die Ausonier = die Einwohner Italiens, Verg.
Wikipedia EN
"Ausones" (Ancient Greek: Αὔσονες; Italian: Ausoni), the original Greek form for the Latin "Aurunci", was a name applied by Greek writers to describe various Italic peoples inhabiting the southern and central regions of Italy. The term was used, specifically, to denote the particular tribe which Livy called the Aurunci, but later it was applied to all Italians, and Ausonia became a poetic term, in Greek and Latin, for Italy itself.
Wikipedia EL
Οι Αύσονες (Ausoni) ήταν αρχαίος λαός που κατοικούσε στη νότια Ιταλία.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, βασιλιάς των Αύσονων ήταν ο Αύσονας γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης ή της Καλυψούς. Γιος του Αύσονα ήταν ο Λίπαρος επώνυμος της νήσου Λίπαρος.
Οι Αύσονες κατοικούσαν σε μια περιοχή που ονομαζόταν Αυσονία και καταλάμβανε τις σημερινές επαρχίες Λάτσιο, Καμπανία, Ρέτζιο Καλάμπρια και Σέλε, στις περιοχές αυτές εγκαταστάθηκαν αργότερα Έλληνες άποικοι. Η γλώσσα τους ήταν παρακλάδι της ινδοευρωπαϊκής, πιστεύεται ότι είχαν έρθει στην Ιταλία πριν τον 17ο αιώνα π.Χ. Γύρω στο 1271 π.Χ. Αύσονες εγκαταστάθηκαν και στη Σικελία. Κυριότερες πόλεις τους ήταν η Αύσονα, η Minturnae, η Vescia και η Sinuessa.
Στην επαρχία Καζέρτα έχει βρεθεί ή αρχαία Αύσονα. Στο πάρκο της Roccamonfina έχουν ανασκαφή πολυγωνικά τείχη που ανήκουν στον πολιτισμό των Αύσονων.
Οι Ρωμαίοι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Ρωμανίας) χρησιμοποιούσαν μέχρι το 12ο αιώνα τον όρο Αύσονες για να περιγράψουν τον εαυτό τους, στα πλαίσια του κλασικιστικού μοντέλου ιστοριογραφίας της εποχής που απέδιδε σε σύγχρονους λαούς αρχαία ονόματα (π.χ. οι Άραβες καλούνταν Ασσύριοι). Από τον Μιχαήλ Ψελλό και έπειτα αρχίζει να χρησιμοποιείται, σε αυτό το κλασικιστικό πλαίσιο, ο όρος Έλληνες (που μέχρι τότε σήμαινε τον ειδωλολάτρη) γα να περιγράψει τους ελληνόφωνους Ρωμαίους της Ρωμανίας.