Δίοκλος

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Spanish (DGE)

v. Διοκλῆς.

Russian (Dvoretsky)

Δίοκλος: ὁ HH = Διοκλῆς 2.