Δαρδανικός

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Spanish (DGE)

(Δαρδᾰνῐκός) -ή, -όν
I dardánico o troyano πεδίον AP 7.2 (Antip.Sid.), σκῆπτρα AP 9.155 (Agath.).
II subst. ἡ Δαρδανία = Dardania
1 territorio de la Tróade, Str.13.1.43, St.Byz.
2 territorio de Iliria, Plb.5.97, Str.7.5.1, 7.

Russian (Dvoretsky)

Δαρδᾰνικός: Anth. = Δαρδάνιος I.