Διΐ

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source

French (Bailly abrégé)

dat. de Ζεύς.

Russian (Dvoretsky)

Διΐ: dat. к Ζεύς.

Greek (Liddell-Scott)

Διΐ: [υυ], δοτ. τοῦ Ζεύς, Ὅμ.· συνῃρ. Δὶ [-], Πίνδ. Ο. 13. 149, κτλ.

Spanish (DGE)

v. Ζεύς.

Greek Monotonic

Διΐ: [˘˘], Δί, δοτ. του Ζεύς.