Κέρδων

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek (Liddell-Scott)

Κέρδων: -ωνος, ὁ, ὄνομα δούλου τινὸς παρὰ Δημ.· πρβλ. Λατ. cerdo. 2) ὄνομα αἱρεσιάρχου, Ἱππόλ. Αἱρ. 408, 93, Τερτουλλ. ΙΙ. 70Β, 249Α, κλ.